Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια χώρα. Με αυξομειώσεις. Πότε μικρή και πότε μεγάλη. Εκεί που μεγάλωνε μίκραινε. Και κει που μίκραινε μεγάλωνε. Σ’ αυτές τις αυξομειώσεις, πήγε με πολλούς. Από τις συνευρέσεις, γέννησε δυο φορές. Την πρώτη φορά γέννησε τη Δημοκρατία. Τη δεύτερη, ένα αβγό.
Η Δημοκρατία έγινε μεγάλη και τρανή. Ήπιαν όλοι νερό στο όνομά της. Μερικές φορές έβαζαν πολύ...
νερό και την έπνιγαν. Κάθε φορά που πνιγόταν η Δημοκρατία, έβγαινε στην επιφάνεια το αβγό. Ήταν ένα επιφανές αβγό. Πολλοί κάθισαν επάνω του για να το ζεστάνουν. Πρόθυμες κλώσες. Με διάφορα χρώματα. Πράσινες κλώσες, μπλε κλώσες, κόκκινες κλώσες και κυρίως μαύρες κλώσες.
Αυτές οι μαύρες κλώσες ήταν καλοδεχούμενες σε όλα τα κοτέτσια. Ήταν μαχητικές κλώσες, ό,τι έπρεπε για τις βρώμικες δουλειές, έκαναν λίγο δουλειά «μπράβου». Έτσι βγήκε το «Μπράβο κλώσα».
Η αδελφή του αβγού, κάθε φορά που ήταν στα πράγματα, είχε διαφορετικό χρώμα. Πράσινη Δημοκρατία, Μπλε Δημοκρατία, Κόκκινη Δημοκρατία. Μαύρο δεν φόρεσε, αλλά ένα μαύρο φόρεμα υπήρχε πάντα στην γκαρνταρόμπα της για ώρα ανάγκης.
«Αχρείαστο να ’ναι» έλεγε, πολλές φορές όμως το φόρεσε. Να τη βλέπει ο λαός και να τρομάζει. «Βάλε ένα αβγό στο σπίτι» της έλεγαν, μια ομελέτα να φτιάξεις, να το σπάσεις αν χρειαστεί να τρομάξουν από το θόρυβο.
Κι όταν χαλάρωνε πολύ η Δημοκρατία, κλωσούσε το αβγό για να δει επιτέλους τι έχει μέσα. Οχι η ίδια, το κοινό της. Επειδή όμως αυτή ήταν αθάνατη και το κοινό θνητό, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, δύο φορές σ’ έναν αιώνα περίπου, έσπαγε το αβγό και έβγαινε από μέσα το φιδάκι ο Διαμαντής.
«Να» έλεγε η Δημοκρατία. Αν με στριμώξετε κι άλλο, θα βάλω το φίδι να σας δείρει. Και το έκανε. Και έβλεπε. Χωρίς να επεμβαίνει. Και ζούσαν αυτοί καλά και το φίδι καλύτερα…
Ένα μόνο δεν καταλαβαίνω σ’ αυτό το παραμύθι. Πώς ξαναμπαίνει το φίδι στο αβγό και πού κρύβεται στο ενδιάμεσο διάστημα.
Άγγελος Πυριόχος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια θα γίνονται δεκτά μόνο με ελληνικούς χαρακτήρες